ευπόλεμος

ευπόλεμος
(τέλη 5ου αι. π.Χ.). Αρχιτέκτονας από το Άργος. Όταν το 420 π.Χ. περίπου, καταστράφηκε από πυρκαγιά το Ηραίον του Άργους εξαιτίας αμέλειας της ιέρειας Χρυσηίδας, ο Ε. οικοδόμησε κοντά στα ερείπιά του ναό δωρικού ρυθμού, με γλυπτές μετόπες και ζωφόρο, τοποθετώντας γύρω αγάλματα της θεάς Ήρας. Λείψανα του νέου Ηραίου βρέθηκαν σε ανασκαφές.
* * *
εὐπόλεμος, -ον (Α)
1. (για πόλη ή για τη θεά Νίκη) δοξασμένος στον πόλεμο, νικητής
2. (για πολεμιστές) ο άξιος, ο ικανός στον πόλεμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Εὐπόλεμος — good at war masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπόλεμος — good at war masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπολέμως — εὐπόλεμος good at war adverbial εὐπόλεμος good at war masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπόλεμον — εὐπόλεμος good at war masc/fem acc sg εὐπόλεμος good at war neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπολεμωτάτου — εὐπόλεμος good at war masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐπολέμοιο — Εὐπόλεμος good at war masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπολέμοιο — εὐπόλεμος good at war masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐπολέμοις — Εὐπόλεμος good at war masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπολέμοις — εὐπόλεμος good at war masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐπολέμου — Εὐπόλεμος good at war masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”